Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Δεν καταλαβαίνω

Κάτι δεν καταλαβαίνω...Αρνούμαι να διαμαρτύρομαι μέσα από τον υπολογιστή, για όσα συμβάινουν.Για ποιές διαδηλώσεις συζητάμε?Για ποιά ονόματα ατόμων που έφαγαν τα χρήματα του κράτους?Για ποιές πολιτικές αποφάσεις που θα μας σώσουν? Απο ποιούς πρέπει να ζητήσω το δίκιο μου?Κατέβηκε ο λαός στους δρόμους με οργή,'οπως το 74 η το 81 και δεν το πήρα χαμπάρι?Ανέφερε κανείς το όνομα του κλέφτη και δεν το έμαθα?Ποιά πολιτική απόφαση μ έκανε να ελπίζω για το μέλλον των παιδιών μου?Ποιός εισαγγελέας θα μου δώσει δίκιο και θα με βγάλει από την φυλακή του άγχους που με τρελαίνει?
Κάθομαι λοιπόν στην πολυθρόνα μου για πολλούς λόγους. Σέ πολλές διαδηλώσεις πήγα κάποτε κι ακόμη δεν βγήκα από το <<τούνελ>> .Ονόματα ακούω και άτομα δεν βλέπω να μπαίνουν φυλακή και να δημεύονται οι περιουσίες τους.Πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται πάντα εις βάρος μου.Κανένα ροκ του μέλλοντος μου δεν μου χει μείνει κέφι να χορέψω.
Ή λοιπόν πρέπει να τα κάψω όλα, να τα κατεδαφήσω , ή ......να πιώ ένα τσιπουράκι. Προτιμώ το δεύτερο!
Ποιός τα ξαναφτιάχνει όλα από την αρχή. Κι αν τα ξαναφτιάξω, ποιός μου εγγυάται ότι δεν θα καταλήξω στα ίδια.Ή θα βγώ στους δρόμους για κατεδάφιση ή θα το βουλώσω.Χλιαρές διαδηλώσεις και χλιαρές διαμαρτυρίες των 1000 ή 5000 έστω ατόμων δεν μου κάνουν για οργισμένο πλήθος που πήρε τις αποφάσεις του. ΄Ολοι είμαστε λίγο βολεμένοι γιατί έχουμε το τσιπουράκι και το λίγο χαρτζιλικάκι για τα παιδιά μας. Μόνο αν λείψουν κι αυτά θα εκραγούμε. ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Σκέψεις

Στην ζωή μου έκανα πολλά όνειρα!Δέχτηκα στη ζωή μου ανθρώπους που είχαν ένα μόνο ένα όνειρο,να τοποθετούν ψηλά το τομάρι τους.Γιατί τους ανέχθηκα;
Στη ζωή μου διέγραφα τις λύπες και κρατούσα τις χαρές.Δέχτηκα να έχω κοντά μου κατσούφιδες,αγέλαστους, πεσιμιστές. Γιατί τους ανέχθηκα;
Στη ζωή μου αγάπησα τη μουσική και τον χορό.Δέχτηκα πλάι μου ανθρώπους που δεν ένιωθαν την μουσική και δεν ξεσπούσαν στο χορό.Γιατί τους ανέχθηκα;
Στη ζωή μου αγάπησα τους ανθρώπους!Δέχθηκα κοντά μου πολλους που δεν είξεραν να αγαπούν κι έτσι δεν μ αγάπησαν.Γιατί τους ανέχθηκα;

Μην ανεχθείς ποτέ ότι δεν σου ταιριάζει,μη προσπαθήσεις ν αλλάξεις τους ανθρώπους,να χαίρεσαι με όσα ζείς.
Διώξε από κοντά σου ότι σε πληγώνει,ότι δεν αλλάζει όσο κι αν προσπαθείς, ότι σε μικραίνει, σε κονταίνει, σε κατεβάζει, γιατί κάποια μέρα το να μετανιώνεις δεν θα έχει καμμιά αξία!

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

MIA ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ

Η Μαργαρίτα και ο Στάθης ήρθαν <απε την Πόλη> το 22. Πήραν την απόφαση της φυγής γιατί είχαν δυό κόρες και ένα γυιό.Φοβήβηκαν πως αν έμεναν εκεί το αγόρι τους θα πήγαινε στον τούρκικο στρατό. Ετσι η Μαργαρίτα μάζεψε όσα μπορούσε σε βαλίτσες και δέματα κι ο Στάθης σφράγισε το καρβουνοεμπορικό κάπου κοντά στη γέφυρα του Γαλατά. Έσφιξαν τις καρδιές τους,κοιτάχτηκαν, αγκάλιασαν τα παιδιά τους,κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για το λιμάνι. Μπήκαν σε κάποιο καράβι και ύστερα από πολλές μέρες έφτασαν στη Σαλονίκη κάπου στη Καλαμαριά Κατέβηκαν και τί να δούν! Εκατοντάδες άνθρωποι, μέσα σε λασπόνερα και λαμαρίνες να προσπαθούν να επιζήσουν ταλαιπωρημένοι και πληγωμένοι. --Τί να κάνω τώρα Μαργαρίτα,τί να κάνω? --Θα βρείς Στάθη, θα βρείς.Μόνο να χεις στο νου σου, ο τόπος αυτός νάχει νερά και χωράφια και καυσόξυλα<παλαμούτια> βελανιδιές δηλαδή για να μπορέσουμε να σταθούμε και να ζήσουμε . Ρώτησε ο Στάθης, βρήκε γνωστούς και σκεφτηκε πως έπρεπε να πάνε κάπου στη Θράκη, ίσως με την κρυφή ελπίδα πως αν ήταν κοντά στην Πόλη, κάτι θα γινόταν και θα ξαναγύριζαν εκεί. Έτσι βρέθηκαν σε κάποιο χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη. Δούλεψαν , έφτιαξαν σπίτι και βιός, πάντρεψαν τα παιδιά τους, απέκτησαν εγγόνια κι έζησαν πολλές χαρές που έκαναν τις λύπες να ξεθωριάσουν. Πέρασαν τα χρόνια ο Στάθης αρρώστησε και χάθηκε. Η Μαργαρίτα μετά απο λίγο πήγε να ζήσει κοντά στη κόρη της,την μικρότερη πού χε 4 παιδιά και χρειαζόταν την βοήθειά της. Έτσι μεγάλωσα στα γόνατα της γιαγιάς Μαργαρίτας, με τα ξανθά μαλλιά πλεξιδοχτενισμένα και τα πρασινολαχανί λαμπερά της μάτια. Σαν γέρασε έπιασε μια γωνιά στον καναπέ της κουζίνας κοντά στο παράθυρο,απ όπου σεργιάνιζε τις κυράδες που περνούσαν στον δρόμο και τις σχολίαζε. --Μπα τί κακοπλεγμένος είναι ο δαντελένιος γιακάς της Κατίνας. --Πω-Πω για δές τον ποδόγυρο της Μαρίκας, χάλια είναι. Η μάνα μου θύμωνε και την μάλωνε και τότε εγώ άρπαζα την ευκαιρία να χωθώ στην αγκαλιά της γιατί ήξερα πως για να αποφύγει τα μαλώματα θα άρχιζε τις ιστορίες από την Πόλη. --Πώς στόλιζαν τα σπίτια τους οι πολίτισσες τις γιορτινές μέρες. --Πώς αγόραζαν τα μπαχαρικά για το μαγείρεμα να μοσχοβολήσει ο τόπος. --Πώς προσκυνούσαν στην Αγιαβλαχέραινα --Πώςέκαναν τεμενάδες οι τούρκοι στον άνδρα της για λίγο κάρβουνο. --Πώς , πώς, πώς χάθηκεν ο τόπος, πώς μαράζωσαν οι καρδιές, πώς να μη κλάψεις......

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

θυμησες

Δεκάξι στα δεκαεπτά, καλοκαίρι, το κιόσκι με το αγιόκλημα,η αναρριχώμενη τριανταφύλλιά κατακόκκινη πάνω στην αυλόπορτα,σε μια γωνιά το γιασεμί. Κάθομαι στο ξύλινο σκαμνάκι κάτω από την κερασιά που πριν ένα μήνα, μας έδωσε τούς καρπούς της. Μόλις πήρε να σκοτεινιάζει,τ αστέρια ξεχύθηκαν στον ουρανό κι αστραποβολούν περίεργα απόψε. Ψάχνω να βρώ τα δικά μου.Ναι τα δικά μου.Δυό φωτεινά αστεράκια που περπατούν πάντα κοντά - κοντά και τα βλέπω από το παραθύρι όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ.Τα κοιτώ και κάνω τις ευχές μου. Ονειροπαρμένα νιάτα! Κι αν δεν πετύχω τίποτε από τις ευχές μου , για ένα είμαι σίγουρη, πως τα δυό αστεράκια μου θα με συντροφεύουν πάντα.