Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

MIA ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ

Η Μαργαρίτα και ο Στάθης ήρθαν <απε την Πόλη> το 22. Πήραν την απόφαση της φυγής γιατί είχαν δυό κόρες και ένα γυιό.Φοβήβηκαν πως αν έμεναν εκεί το αγόρι τους θα πήγαινε στον τούρκικο στρατό. Ετσι η Μαργαρίτα μάζεψε όσα μπορούσε σε βαλίτσες και δέματα κι ο Στάθης σφράγισε το καρβουνοεμπορικό κάπου κοντά στη γέφυρα του Γαλατά. Έσφιξαν τις καρδιές τους,κοιτάχτηκαν, αγκάλιασαν τα παιδιά τους,κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για το λιμάνι. Μπήκαν σε κάποιο καράβι και ύστερα από πολλές μέρες έφτασαν στη Σαλονίκη κάπου στη Καλαμαριά Κατέβηκαν και τί να δούν! Εκατοντάδες άνθρωποι, μέσα σε λασπόνερα και λαμαρίνες να προσπαθούν να επιζήσουν ταλαιπωρημένοι και πληγωμένοι. --Τί να κάνω τώρα Μαργαρίτα,τί να κάνω? --Θα βρείς Στάθη, θα βρείς.Μόνο να χεις στο νου σου, ο τόπος αυτός νάχει νερά και χωράφια και καυσόξυλα<παλαμούτια> βελανιδιές δηλαδή για να μπορέσουμε να σταθούμε και να ζήσουμε . Ρώτησε ο Στάθης, βρήκε γνωστούς και σκεφτηκε πως έπρεπε να πάνε κάπου στη Θράκη, ίσως με την κρυφή ελπίδα πως αν ήταν κοντά στην Πόλη, κάτι θα γινόταν και θα ξαναγύριζαν εκεί. Έτσι βρέθηκαν σε κάποιο χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη. Δούλεψαν , έφτιαξαν σπίτι και βιός, πάντρεψαν τα παιδιά τους, απέκτησαν εγγόνια κι έζησαν πολλές χαρές που έκαναν τις λύπες να ξεθωριάσουν. Πέρασαν τα χρόνια ο Στάθης αρρώστησε και χάθηκε. Η Μαργαρίτα μετά απο λίγο πήγε να ζήσει κοντά στη κόρη της,την μικρότερη πού χε 4 παιδιά και χρειαζόταν την βοήθειά της. Έτσι μεγάλωσα στα γόνατα της γιαγιάς Μαργαρίτας, με τα ξανθά μαλλιά πλεξιδοχτενισμένα και τα πρασινολαχανί λαμπερά της μάτια. Σαν γέρασε έπιασε μια γωνιά στον καναπέ της κουζίνας κοντά στο παράθυρο,απ όπου σεργιάνιζε τις κυράδες που περνούσαν στον δρόμο και τις σχολίαζε. --Μπα τί κακοπλεγμένος είναι ο δαντελένιος γιακάς της Κατίνας. --Πω-Πω για δές τον ποδόγυρο της Μαρίκας, χάλια είναι. Η μάνα μου θύμωνε και την μάλωνε και τότε εγώ άρπαζα την ευκαιρία να χωθώ στην αγκαλιά της γιατί ήξερα πως για να αποφύγει τα μαλώματα θα άρχιζε τις ιστορίες από την Πόλη. --Πώς στόλιζαν τα σπίτια τους οι πολίτισσες τις γιορτινές μέρες. --Πώς αγόραζαν τα μπαχαρικά για το μαγείρεμα να μοσχοβολήσει ο τόπος. --Πώς προσκυνούσαν στην Αγιαβλαχέραινα --Πώςέκαναν τεμενάδες οι τούρκοι στον άνδρα της για λίγο κάρβουνο. --Πώς , πώς, πώς χάθηκεν ο τόπος, πώς μαράζωσαν οι καρδιές, πώς να μη κλάψεις......

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

θυμησες

Δεκάξι στα δεκαεπτά, καλοκαίρι, το κιόσκι με το αγιόκλημα,η αναρριχώμενη τριανταφύλλιά κατακόκκινη πάνω στην αυλόπορτα,σε μια γωνιά το γιασεμί. Κάθομαι στο ξύλινο σκαμνάκι κάτω από την κερασιά που πριν ένα μήνα, μας έδωσε τούς καρπούς της. Μόλις πήρε να σκοτεινιάζει,τ αστέρια ξεχύθηκαν στον ουρανό κι αστραποβολούν περίεργα απόψε. Ψάχνω να βρώ τα δικά μου.Ναι τα δικά μου.Δυό φωτεινά αστεράκια που περπατούν πάντα κοντά - κοντά και τα βλέπω από το παραθύρι όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ.Τα κοιτώ και κάνω τις ευχές μου. Ονειροπαρμένα νιάτα! Κι αν δεν πετύχω τίποτε από τις ευχές μου , για ένα είμαι σίγουρη, πως τα δυό αστεράκια μου θα με συντροφεύουν πάντα.